ακρουμάζομαι

ακρουμάζομαι
και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι
1. ακούω με προσοχή
2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί»
3. κρυφακούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η ποικιλία τών μορφολογικών παραλλαγών τού ρήματος. Το ρήμα ακρουμάζομαι στις ποικίλες μορφές του είναι ιδιαίτερα εύχρηστο στη γλώσσα τών δημοτικών τραγουδιών και, διαλεκτικά, σε ιδιώματα τής Στερεάς Ελλάδας και τής Πελοποννήσου. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με το ουσ. ακρόαμα, παράγωγο τού ακροώμαι*. Από τον τ. ακρόαμα παρήχθη ο αμάρτυρος τ. *ακροαμάζω -ομαι (πρβλ. όνομα -ονομάζω, θαύμα -θαυμάζω), απ' όπου μετά -με επικράτηση του -ο- που θεωρήθηκε συνδετικό Φωνήεν
προήλθε ο τ. ακρομάζω, -ομαι και, με κώφωση (ο > ου), ο τ. ακρουμάζω, -ομαι. Από το ακρουμάζω, -ομαι, με μετάθεση τού ρ, δημιουργήθηκε και τ. ακουρμάζω, -ομαι. Εξάλλου από μεταπλασμό τού ρ. ακρουμάζομαι κατά τα ρ. σε -αίνω προήλθε και τ. ακρουμαίνομαι (απ' όπου και ακρουμαίνω) και με μετάθεση πάλι του -ρ- ο τ. ακουρμαίνομαι. Οι τύποι τής μέσης φωνής τού ρήματος οφείλονται πιθ. σε αναλογική επίδραση άλλων συνώνυμων ρημάτων πρβλ. επακροώμαι, αφουγκρούμαι.
ΠΑΡ. ακρούμασμα, ακρούμαστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι και ακουρμαίνομαι άστηκα 1. ακούω προσεκτικά, κρυφακούω: Ακρομαζόταν τι λέγαμε. 2. υπακούω: Εκείνος μου τα είχε πει, αλλά εγώ δεν τον ακρουμάστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρομάζομαι — ακρουμάζομαι* …   Dictionary of Greek

  • ακουρμάζομαι — ακούρμασμα κ.λπ. βλ. ακρουμάζομαι, ακρούμασμα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ακρούμαστος — (και ακούρμαστος), η, ο αυτός που δεν ακούει, ο απειθάρχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρουμάζομαι η στερητική σημασία τού αρκτικού α οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ανακρούμαι — ( έομαι) και ανακρούζομαι 1. ακούω με προσοχή, ακρουμάζομαι 2. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ακροώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ακουρμαίνομαι — και ακουρμάζομαι βλ. ακρουμάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρομάζομαι — βλ. ακρουμάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”